- ουρανόπεμπτος
- η , ο [ος , ον ] ниспосланный богом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουρανόπεμπτος — η, ο (Μ οὐρανόπεμπτος, ον) αυτός που έχει σταλεί από τον ουρανό, από τον θεό, θεόσταλτος νεοελλ. μτφ. ανέλπιστος, απροσδόκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πέμπω] … Dictionary of Greek
ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… … Dictionary of Greek
ουρανοπεμπής — οὐρανοπεμπής, ές (Α) ουρανόπεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + πεμπής (< πέμπω), πρβλ. θεο πεμπής] … Dictionary of Greek
ουρανόσταλτος — η, ο σταλμένος από τον ουρανό, ουρανόπεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο * + στέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek